καραμπινάτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
καραμπινάτος, -η, -ο
- που δεν αμφισβητείται από τον λέγοντα (ή γράφοντα)
καραμπινάτος, -η, -ο