καραφάκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | καραφάκι | τα | καραφάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | καραφάκι | τα | καραφάκια |
κλητική | καραφάκι | καραφάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καραφάκι < καράφ{α) + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καραφάκι ουδέτερο
- η μικρή καράφα
- (ειδικότερα) η μικρή καράφα περιεκτικότητας περίπου 200 χιλιόλιτρα
- (συνεκδοχικά) η ποσότητα από κρασί ή ούζο που αντιστοιχεί σε αυτό το δοχείο
- ※ Κατεβήκαμε σ' ένα υπόγειο και παραγγείλαμε καραφάκι. (Αντώνης Σουρούνης (1983) Τα τύμπανα της κοιλιάς και του πολέμου [διήγημα])
Απόγονοι[επεξεργασία]
καραφάκι (νέα ελληνικά)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε καράφα
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παιδάκι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική ενικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με υποκοριστικό επίθημα -άκι (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ετυμολογικούς απογόνους (τουρκικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)