καρπενησιώτικος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καρπενησιώτικος < Καρπενησιώτ(ης) + -ικος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kaɾ.pe.niˈsço.ti.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : καρ‐πε‐νη‐σιώ‐τι‐κος
Επίθετο[επεξεργασία]
καρπενησιώτικος, -η, -ο
- ο σχετικός με το Καρπενήσι ή τους κατοίκους του
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καρπενησιώτικος
|