καστροπεριζωμένος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καστροπεριζωμένος < κάστρο + -ο- + περιζωμένος
Επίθετο
[επεξεργασία]καστροπεριζωμένος
- (λογοτεχνικό) που έχει τριγύρω πολλά κάστρα
- ※ Του Βοσπόρου του Θρακικού το μέγα το Παλάτι / κόσμος αφέντης χαοτικός, καστροπεριζωμένος. (Κωστής Παλαμάς, Η φλογέρα του βασιλιά, Λόγος εντέκατος)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καστροπεριζωμένος
|