καταπλέων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καταπλέων η καταπλέουσα το καταπλέον
      γενική του καταπλέοντος
καταπλέοντα1
της καταπλέουσας
καταπλεούσης*
του καταπλέοντος
    αιτιατική τον καταπλέοντα την καταπλέουσα το καταπλέον
     κλητική καταπλέων καταπλέουσα καταπλέον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καταπλέοντες οι καταπλέουσες τα καταπλέοντα
      γενική των καταπλεόντων των καταπλεουσών των καταπλεόντων
    αιτιατική τους καταπλέοντες τις καταπλέουσες τα καταπλέοντα
     κλητική καταπλέοντες καταπλέουσες καταπλέοντα
Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον
1 νεότερος τύπος
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «απάδων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή[επεξεργασία]

καταπλέων, -ουσα, -ον

Μεταφράσεις[επεξεργασία]