κατατοπιστικός
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κατατοπιστικός < κατατοπίζω + -τικός
Επίθετο
[επεξεργασία]κατατοπιστικός, -ή, -ό
- που κατατοπίζει
Συγγενικά
[επεξεργασία]- κατατοπιστικά
- → δείτε τις λέξεις κατατοπίζω και τόπος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κατατοπιστικός