κατώρευμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κατώρευμα τα κατωρεύματα
      γενική του κατωρεύματος των κατωρευμάτων
    αιτιατική το κατώρευμα τα κατωρεύματα
     κλητική κατώρευμα κατωρεύματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Κατώρευμα από ελικόπτερο.

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κατώρευμα < κατώ- + ρεύμα (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική downwash)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κατώρευμα θηλυκό

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • downdash στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις[επεξεργασία]