κεντέρι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κεντέρι τα κεντέρια
      γενική του κεντεριού των κεντεριών
    αιτιατική το κεντέρι τα κεντέρια
     κλητική κεντέρι κεντέρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κεντέρι < (άμεσο δάνειο) τουρκική keder (θλίψη)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ken.deˈɾis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κε‐ντε‐ρί
παρώνυμο: Κεντέρη (γυναικείο επώνυμο)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κεντέρι ουδέτερο

  1. (κρητικά) δύστροπος άνθρωπος
  2. (κρητικά) πειραχτήρι

Συγγενικά[επεξεργασία]

επώνυμα:

Πηγές[επεξεργασία]

  • Ορφανός, Βασίλης (2020) Τουρκικά δάνεια στα Ελληνικά της Κρήτης, Propylaeum, Heidelberg University Library 2020 (DOI), download.σελ.1-405.pdf, 1η έκδοση:2014