κεντιστική
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κεντιστική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου κεντιστικός
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /cen.di.stiˈci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κε‐ντι‐στι‐κή
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κεντιστική θηλυκό
- η τέχνη του κεντήματος
- ※ Ἐκ δὲ τῶν χειροτεχνημάτων καὶ γυναικείων ἔργων πρέπει νὰ μανθάνωσιν ἐν γένει ὅσα συντείνουσι πρὸς ὄφελος αὐτῶν τῶν ἰδίων καὶ τῆς κοινωνίας, εἰς ἣν προετοιμάζονται. Ἰδίως δὲ ῥαπτικὴν καὶ κεντιστικὴν παντὸς εἴδους, πλύσιμον ψιλῶν καὶ χονδρῶν ἐνδυμάτων καθ’ ὅλην τὴν οἰκιακὴν ὑπηρεσίαν καὶ διακόσμησιν, καὶ ὅσα καλὴ οἰκοδέσποινα ὀφείλει νὰ γνωρίζῃ ἐντελῶς. (Διάταγμα περί συστάσεως εν Αθήναις ορφανοτροφείου κορασίων υπό την προστασίαν της Α.Μ. της Βασιλίσσης, ΦΕΚ 26Α, 25 Ιουνίου 1855)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κεντιστική
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
κεντιστική
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του κεντιστικός
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από νόμους (καθαρεύουσα)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)