κηποτάφιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κηποτάφιο τα κηποτάφια
      γενική του κηποταφίου
κηποτάφιου
των κηποταφίων
    αιτιατική το κηποτάφιο τα κηποτάφια
     κλητική κηποτάφιο κηποτάφια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κηποτάφιο < ελληνιστική κοινή κηποτάφιον < αρχαία ελληνική κῆπος + τάφος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κηποτάφιο ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]