κηροζίνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κηροζίνη | οι | κηροζίνες |
γενική | της | κηροζίνης | των | κηροζινών |
αιτιατική | την | κηροζίνη | τις | κηροζίνες |
κλητική | κηροζίνη | κηροζίνες | ||
όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κηροζίνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική kerosene < αρχαία ελληνική κηρός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κηροζίνη θηλυκό
- (χημεία) εύφλεκτο μείγμα υδρογονανθράκων που προέρχεται από την απόσταξη του πετρελαίου και χρησιμοποιείται κυρίως ως καύσιμο των αεροπλάνων και ως διαλύτης