κιναίδιον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κιναίδιον < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κιναίδιον
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κιναίδιον ουδέτερο
- (πτηνό, αρχαιοπρεπές) η σουσουράδα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κιναίδιον
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | κιναίδιον | τὰ | κιναίδιᾰ |
γενική | τοῦ | κιναιδίου | τῶν | κιναιδίων |
δοτική | τῷ | κιναιδίῳ | τοῖς | κιναιδίοις |
αιτιατική | τὸ | κιναίδιον | τὰ | κιναίδιᾰ |
κλητική ὦ! | κιναίδιον | κιναίδιᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κιναιδίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | κιναιδίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κιναίδιον < κίναιδος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κιναίδιον ουδέτερο
- (πτηνό) η σουσουράδα
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Πτηνά (νέα ελληνικά)
- Ζώα (νέα ελληνικά)
- Αρχαιοπρεπείς όροι (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'πρόσωπον' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπον' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Πτηνά (αρχαία ελληνικά)
- Ζώα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)