κινησιομετρία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κινησιομετρία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική kinesiometry / kinesiometrics < αρχαία ελληνική κίνησις + μέτρον
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κινησιομετρία θηλυκό
- (ιατρική) μελέτη με ειδικά όργανα των κινήσεων κάποιου και εξαγωγή σχετικών συμπερασμάτων
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κινησιομετρία
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)