κοιλοποδία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κοιλοποδία θηλυκό
- (ιατρική) η παθολογική κατάσταση κατά την οποία η καμάρα του πέλματος έχει υπερβολική κύρτωση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κοιλοποδία
|