κοινωνιστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κοινωνιστής < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική socialiste, communiste. Μορφολογικά αναλύεται σε κοινων(ισμός) + -ιστής.[1][2]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ci.no.niˈstis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κοι‐νω‐νι‐στής
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κοινωνιστής αρσενικό (θηλυκό κοινωνίστρια)
- (παρωχημένο, πολιτική) ο σοσιαλιστής, ο υποστηρικτής του κοινωνισμού
- ※ Ο ρωλσιανός φιλελευθερισμός, που δίνει προτεραιότητα στο ορθό έναντι του αγαθού, έχει δεχθεί την κριτική των κοινωνιστών (M. Sandel κ.ά.) που υιοθετούν στην προσέγγιση της Δικαιοσύνης την προτεραιότητα του αγαθού έναντι του ορθού.
- Κώστας Τζαβάρας, Υπέρ πάντων Δικαιοσύνη, Το Βήμα, 20 Φεβρουαρίου 2016
- ※ Ο ρωλσιανός φιλελευθερισμός, που δίνει προτεραιότητα στο ορθό έναντι του αγαθού, έχει δεχθεί την κριτική των κοινωνιστών (M. Sandel κ.ά.) που υιοθετούν στην προσέγγιση της Δικαιοσύνης την προτεραιότητα του αγαθού έναντι του ορθού.
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κοινωνιστής
→ δείτε τη λέξη σοσιαλιστής |
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ κοινωνιστής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ κοινωνιστής - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ποιητής' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ιστής (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Πολιτική (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)