κοκορέτσι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κοκορέτσι | τα | κοκορέτσια |
γενική | του | κοκορετσιού | των | κοκορετσιών |
αιτιατική | το | κοκορέτσι | τα | κοκορέτσια |
κλητική | κοκορέτσι | κοκορέτσια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κοκορέτσι < (άμεσο δάνειο) αλβανική kukurec
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κοκορέτσι ουδέτερο