κολεκτιβισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κολεκτιβισμός < (λόγιο δάνειο) γαλλική collectivisme < collectif (με τη σημασία της κολεκτίβας) + -isme[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ko.le.ktiˈvi.zmos/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κολεκτιβισμός αρσενικό
- κοινωνικοοικονομικό σύστημα που θέτει τα μέσα παραγωγής στα χέρια του συνόλου
[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κολεκτιβισμός
[επεξεργασία]
- ↑ κολεκτιβισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)