κολονάτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]κολονάτος, -ή, -ο
- που έχει κολόνα και στηρίζεται σ’ αυτή
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη κολόνα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κολονάτος
|