κολπατζίδικος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κολπατζίδικος η κολπατζίδικη το κολπατζίδικο
      γενική του κολπατζίδικου της κολπατζίδικης του κολπατζίδικου
    αιτιατική τον κολπατζίδικο την κολπατζίδικη το κολπατζίδικο
     κλητική κολπατζίδικε κολπατζίδικη κολπατζίδικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κολπατζίδικοι οι κολπατζίδικες τα κολπατζίδικα
      γενική των κολπατζίδικων των κολπατζίδικων των κολπατζίδικων
    αιτιατική τους κολπατζίδικους τις κολπατζίδικες τα κολπατζίδικα
     κλητική κολπατζίδικοι κολπατζίδικες κολπατζίδικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κολπατζίδικος < κολπατζής + -ίδικος

Επίθετο[επεξεργασία]

κολπατζίδικος

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]