κολπόκλειση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κολπόκλειση οι κολποκλείσεις
      γενική της κολπόκλεισης* των κολποκλείσεων
    αιτιατική την κολπόκλειση τις κολποκλείσεις
     κλητική κολπόκλειση κολποκλείσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, κολποκλείσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κολπόκλειση < λόγιο ενδογενές δάνειο: colpocleisis < αρχαία ελληνική κόλπος + κλεῖσις (< κλείω)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κολπόκλειση θηλυκό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]