κολτσής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κολτσής αρσενικό
- (παρωχημένο) (ιστορία) (Τουρκοκρατία) επικεφαλής στρατιωτικού αποσπάσματος, (κατ’ επέκταση) φύλακας, φρουρός
- ※ Ὁ καπιτάνος διῄρῃ τοὺς στρατιώτας του εἰς ἀποσπάσματα, ἔχοντα ἐπὶ κεφαλῆς ἕνα ἀξιωματικὸν ὀνομαζόμενον κολτσῆν, ἐκράτει δὲ μεθ’ ἑαυτοῦ ἓν ἄλλο ἀπόσπασμα, προσέχων πάντοτε ὥστε ἐν παραμικρᾷ προετοιμασίᾳ τῶν Τούρκων νὰ συγκεντρώνῃ περὶ ἑαυτὸν ὅλα τ’ ἀποσπάσματα. (Λάμπρος Κουτσονίκας, Γενικὴ ἱστορία τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως, Τύποις τοῦ «Εὐαγγελισμοῦ» Δ. Καρακατσάνη, ἐν Ἀθήναις 1864, τ. 2, σελ. ιαʹ)
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη κόλι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κολτσής
|