κουρζέτα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κουρζέτα | οι | κουρζέτες |
γενική | της | κουρζέτας | — | |
αιτιατική | την | κουρζέτα | τις | κουρζέτες |
κλητική | κουρζέτα | κουρζέτες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κουρζέτα < (άμεσο δάνειο) πορτογαλική cruzeta < cruz < λατινική crux
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κουρζέτα θηλυκό
- (ναυτικός όρος, ιδιωματισμός) άλλη μορφή του κουρζέτο
- (ναυτικός όρος, ιδιωματισμός) δοκάρι στα πλάγια του καταστρώματος ενός πλοίου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κουρζέτα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα πορτογαλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα πορτογαλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ναυτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματισμοί (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)