κουρκουμάς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κουρκουμάς < (άμεσο δάνειο) ισπανική cúrcuma < αραβική كركم (kourkoum)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κουρκουμάς αρσενικό
- (φυτό) πολυετές ριζωματοειδές φυτό της οικογένειας των Zingiberaceae (Curcuma longa -Κουρκούμη η μακρά- ή Curcuma domestica -Κουρκούμη η οικιακή)
- μπαχαρικό σε σκόνη που βγαίνει από την τριμμένη ρίζα του παραπάνω φυτού
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψαράς' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ισπανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ισπανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αραβικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φυτά (νέα ελληνικά)
- Μπαχαρικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)