κουτσοβλαχικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κουτσοβλαχικός < κουτσόβλαχος + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
κουτσοβλαχικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με, προέρχεται απο τους κουτσόβλαχους ή αναφέρεται σ' αυτούς
Συγγενικά[επεξεργασία]
- κουτσοβλαχικό
- → δείτε τις λέξεις κουτσόβλαχος, κούτσικος και Βλάχος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κουτσοβλαχικός
|