κρασάρισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κρασάρισμα ουδέτερο
- (αγγλισμός, διαδικτυακή αργκό, καθομιλουμένη, νεολογισμός, ανεπίσημο, πληροφορική) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του κρασάρω
- ※ Το μεγάλο κρασάρισμα και οι έξι δύσκολες ώρες του Ζάκερμπεργκ (Η Ναυτεμπορική, 5/10/2021 [1])
- ≈ συνώνυμα: κρας, κατάρρευση
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όνομα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ισμα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αγγλισμοί (νέα ελληνικά)
- Διαδικτυακή αργκό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Ανεπίσημοι όροι (νέα ελληνικά)
- Πληροφορική (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)