κρασάρω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: κροσάρω

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κρασάρω < κρας + -άρω < (άμεσο δάνειο) αγγλική crash

κρασάρω

 συνώνυμα: χαλάω/τα παίζω/τα φτύνω/τα τινάζω/κάνω νερά (για συσκευή), καταρρέω (γενικότερα)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]