κρεμμυδάκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κρεμμυδάκι | τα | κρεμμυδάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | κρεμμυδάκι | τα | κρεμμυδάκια |
κλητική | κρεμμυδάκι | κρεμμυδάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κρεμμυδάκι και κρομμυδάκι ουδέτερο
- υποκοριστικό για το κρεμμύδι, βολβός κρεμμυδιού μικρού μεγέθους
- ο νωπός βλαστός και η ρίζα του κρεμμυδιού που δεν έχει ακόμα σχηματίσει μεγάλο βολβό
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- τον έκανα με τα κρεμμυδάκια: τον έσπασα στο ξύλο ή τον κατατρόπωσα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κρεμμυδάκι
|
κρεμμύδι που δεν έχει ακόμα σχηματίσει μεγάλο βολβό