κρεμμυδάκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κρεμμυδάκι τα κρεμμυδάκια
      γενική
    αιτιατική το κρεμμυδάκι τα κρεμμυδάκια
     κλητική κρεμμυδάκι κρεμμυδάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
κολοκυθάκια σε μάτσα

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κρεμμυδάκι < υποκοριστικό του κρεμμύδι / κρομμύδι < κρόμμυον

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κρεμμυδάκι και κρομμυδάκι ουδέτερο

  1. υποκοριστικό για το κρεμμύδι, βολβός κρεμμυδιού μικρού μεγέθους
  2. ο νωπός βλαστός και η ρίζα του κρεμμυδιού που δεν έχει ακόμα σχηματίσει μεγάλο βολβό
     συνώνυμα: φρέσκο κρεμμύδι

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]