κρεόπωλις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός ως μονογενές, μονοκατάληκτο επίθετο | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | κρεόπωλις | αἱ | κρεοπώλιδες | ||||
γενική | τῆς | κρεοπώλιδος | τῶν | κρεοπωλίδων | ||||
δοτική | τῇ | κρεοπώλιδῐ | ταῖς | κρεοπώλισῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | κρεόπωλιν | τὰς | κρεοπώλιδᾰς | ||||
κλητική ὦ! | κρεόπωλι | κρεοπώλιδες | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κρεοπώλιδε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | κρεοπωλίδοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'ἔρις' όπως «ἔρις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κρεόπωλις < άλλο θηλυκό του επιθέτου κρεοπωλ(ικός) + -ις. Μορφολογικά αναλύεται σε αρχαία ελληνική κρεό- + -πωλις
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κρεόπωλις, -ιδος θηλυκό (ελληνιστική κοινή) ως θηλυκό επίθετο στον Ησύχιο
- (για χώρο, όπως η αγορά) άλλη μορφή για το κρεοπωλική: που έχει κρεοπωλεία
- ⌘ Ἡσύχιος (5ος αιώνας κε), Γλῶσσαι, Κ
- <καπήλα> ἡ κρεόπωλις ἀγορὰ παρὰ Ταραντίνοις
- ⌘ Ἡσύχιος (5ος αιώνας κε), Γλῶσσαι, Κ
Πηγές
[επεξεργασία]- s.v. κρεοπώλης σελ.775, Τόμος B - Liddell, Henry George. Scott, Robert, Αν. Κωνσταντινίδης (εκδ.) Μέγα λεξικόν της ελληνικής γλώσσης. Μετάφραση: Ξενοφών Π. Μόσχος. Επιμέλεια: Μιχαήλ Κωνσταντινίδης. Τυπογραφικά Καταστήματα Ανέστη Κωνσταντινίδη (1901-1906). Ανατύπωση: Ι. Σιδέρης, χ.χ. Τόμοι 4. - online στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Τμήμα Μαθηματικών
- s.v. κρεοπωλικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με αρχαίες κλίσεις (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'ἔρις' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ἔρις' (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης θηλυκά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά θηλυκά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ἔρις' θηλυκά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ἔρις' προπαροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά θηλυκά προπαροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις προπαροξύτονες (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με επίθημα -ις (ελληνιστική κοινή)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ελληνιστική κοινή)
- Παραγωγή λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με επίθημα -πωλις (ελληνιστική κοινή)
- Ελληνιστική κοινή
- Ουσιαστικά (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Ησύχιο (ελληνιστική κοινή)
- Λήμματα με παραθέματα από λεξικά (ελληνιστική κοινή)
- Λήμματα με παραθέματα (ελληνιστική κοινή)
- Επίθετα μονογενή μονοκατάληκτα (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)