κρισιακός
Εμφάνιση
(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]κρισιακός, -ή, -ό
- (νεολογισμός) που έχει σχέση με την κρίση ή αναφέρεται σ’ αυτή
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κρισιακός
|