κροσσωτός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κροσσωτός η κροσσωτή το κροσσωτό
      γενική του κροσσωτού της κροσσωτής του κροσσωτού
    αιτιατική τον κροσσωτό την κροσσωτή το κροσσωτό
     κλητική κροσσωτέ κροσσωτή κροσσωτό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κροσσωτοί οι κροσσωτές τα κροσσωτά
      γενική των κροσσωτών των κροσσωτών των κροσσωτών
    αιτιατική τους κροσσωτούς τις κροσσωτές τα κροσσωτά
     κλητική κροσσωτοί κροσσωτές κροσσωτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κροσσωτός < (ελληνιστική κοινήκροσσωτός < αρχαία ελληνική κρόσσαι

Επίθετο[επεξεργασία]

κροσσωτός, -ή, -ό

  • που έχει απόληξη κρόσσια ή παρόμοια με αυτά
    Αμφίπολη: Αποκαλύφθηκαν ολόκληρες οι Καρυάτιδες. Έχουν ύψος 2,27μ. Φορούν ποδήρη χιτώνα και μακρύ κροσσωτό ιμάτιο με πλούσιες πτυχώσεις. (*)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]