κρυπτογράφος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κρυπτογράφος < λόγιο ενδογενές δάνειο: μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική cryptographe < cryptographie. Αναλύονται σε crypto- + -graphe (κρυπτο- + -γράφος)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κρυπτογράφος αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) που έχει ως επάγγελμα την κρυπτογράφηση
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη κρυπτογραφία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κρυπτογράφος
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ζωγράφος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα κρυπτο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -γράφος (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)