κρυόκωλος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κρυόκωλος η κρυόκωλη το κρυόκωλο
      γενική του κρυόκωλου της κρυόκωλης του κρυόκωλου
    αιτιατική τον κρυόκωλο την κρυόκωλη το κρυόκωλο
     κλητική κρυόκωλε κρυόκωλη κρυόκωλο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κρυόκωλοι οι κρυόκωλες τα κρυόκωλα
      γενική των κρυόκωλων των κρυόκωλων των κρυόκωλων
    αιτιατική τους κρυόκωλους τις κρυόκωλες τα κρυόκωλα
     κλητική κρυόκωλοι κρυόκωλες κρυόκωλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κρυόκωλος < κρυό- + κώλος

Επίθετο[επεξεργασία]

κρυόκωλος

  • (προφορικό) χαρακτηρισμός για άνθρωπο ψυχρό στη συμπεριφορά, σφιγμένο, χωρίς χιούμορ
    ※  Την ανέκοψα παρατηρώντας: «Συγχαρητήρια, αλλά δεν βλέπω... τι ακριβώς κερδίσαμε μ' αυτό;» «Παύλο, μην είστε... κρυόκωλος, με το μπαρδόν δηλαδή. Πρώτον, τους σπάσαμε τον τσαμπουκά! Να μη νομίζουν ότι μας έχουν του χεριού τους (Κατά συρροήν: μια αστυνομική νουβέλα, Πέτρος Μαρτινίδης, εκδ. Νεφέλη, 1998, σελ. 123)
    ※  Σιτεμένος κάπως, αλλά κορμάρα κλάσεως, μόνο λιγάκι κρυόκωλος, ουδεμία συμμετοχή, ούτε απών νά ήτανε. (Αλδεβαράν, Παύλος Μάτεσις, Εκδόσεις Καστανιώτη, 2007, σελ. 177 [1])

Μεταφράσεις[επεξεργασία]