κρυόκωλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
κρυόκωλος
- (προφορικό) χαρακτηρισμός για άνθρωπο ψυχρό στη συμπεριφορά, σφιγμένο, χωρίς χιούμορ
- ※ Την ανέκοψα παρατηρώντας: «Συγχαρητήρια, αλλά δεν βλέπω... τι ακριβώς κερδίσαμε μ' αυτό;» «Παύλο, μην είστε... κρυόκωλος, με το μπαρδόν δηλαδή. Πρώτον, τους σπάσαμε τον τσαμπουκά! Να μη νομίζουν ότι μας έχουν του χεριού τους (Κατά συρροήν: μια αστυνομική νουβέλα, Πέτρος Μαρτινίδης, εκδ. Νεφέλη, 1998, σελ. 123)
- ※ Σιτεμένος κάπως, αλλά κορμάρα κλάσεως, μόνο λιγάκι κρυόκωλος, ουδεμία συμμετοχή, ούτε απών νά ήτανε. (Αλδεβαράν, Παύλος Μάτεσις, Εκδόσεις Καστανιώτη, 2007, σελ. 177 [1])
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κρυόκωλος
|