κωνσταντινουπολίτικος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κωνσταντινουπολίτικος < Κωνσταντινούπολη + -ίτικος / Κωνσταντινουπολίτης + -ικος
Επίθετο[επεξεργασία]
κωνσταντινουπολίτικος, -η, -ο
- που έχει σχέση με την Κωνσταντινούπολη και τους Κωνσταντινουπολίτες, αναφέρεται σ' αυτούς ή ανήκει σ' αυτούς
[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις Κωνσταντινούπολη, Κωνσταντίνος και πόλη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κωνσταντινουπολίτικος
|