Μετάβαση στο περιεχόμενο

κόμπρα

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κόμπρα οι κόμπρες
      γενική της κόμπρας
    αιτιατική την κόμπρα τις κόμπρες
     κλητική κόμπρα κόμπρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
μία αιγυπτιακή κόμπρα

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κόμπρα < πορτογαλική cobra de capello (φίδι με καπέλο) < λατινική colubra

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈko.bɾa/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κόμπρα θηλυκό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]