λέπυρο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λέπυρο τα λέπυρα
      γενική του λέπυρου
λεπύρου
των λέπυρων
λεπύρων
    αιτιατική το λέπυρο τα λέπυρα
     κλητική λέπυρο λέπυρα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λέπυρο < ελληνιστική κοινή λέπυρον[1] < λέπος (λέπι) (< λέπω) + -υρον

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈle.pi.ɾo/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λέπυρο ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]