λίβανος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | λίβανος | οι | λίβανοι |
γενική | του | λιβάνου | των | λιβάνων |
αιτιατική | τον | λίβανο | τους | λιβάνους |
κλητική | λίβανε | λίβανοι | ||
Κατηγορία όπως «άνθρωπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- λίβανος < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈli.va.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λί‐βα‐νος
- ομόηχο: Λίβανος
- τονικό παρώνυμο: Λιβανός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]λίβανος αρσενικό
- (φυτό) φυλλοβόλο δέντρο του γένους Boswellia με σύνθετα φύλλα, που παράγει ρητίνη από την οποία φτιάχνεται το λιβάνι
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'άνθρωπος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Ομόηχα (νέα ελληνικά)
- Τονικά παρώνυμα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φυτά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)