λακανικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λακανικός η λακανική το λακανικό
      γενική του λακανικού της λακανικής του λακανικού
    αιτιατική τον λακανικό τη λακανική το λακανικό
     κλητική λακανικέ λακανική λακανικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λακανικοί οι λακανικές τα λακανικά
      γενική των λακανικών των λακανικών των λακανικών
    αιτιατική τους λακανικούς τις λακανικές τα λακανικά
     κλητική λακανικοί λακανικές λακανικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λακανικός < Λακάν

Επίθετο[επεξεργασία]

λακανικός, -ή, -ό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]