λαοκατάρατος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λαοκατάρατος < λαο- + καταρ-ιέμαι + κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τος (βλέπε και τρισκατάρατος
Επίθετο[επεξεργασία]
λαοκατάρατος, -η, -ο
- που τον καταριέται ο λαός
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λαοκατάρατος
|