λαυριακός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /la.vɾi.aˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λαυ‐ρι‐α‐κός
Επίθετο[επεξεργασία]
λαυριακός, -ή, -ό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λαυριακός
→ δείτε τη λέξη λαυρεωτικός |