λειψυδρία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | λειψυδρία | λειψυδρίες |
γενική | λειψυδρίας | λειψυδριών |
αιτιατική | λειψυδρία | λειψυδρίες |
κλητική | λειψυδρία | λειψυδρίες |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λειψυδρία θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λειψυδρία