λεπτολογία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- λεπτολογία < αρχαία ελληνική λεπτολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]λεπτολογία θηλυκό
- η υπερβολικά λεπτομερής εξέταση κάποιων πραγμάτων
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις λεπτολόγος, λεπτός και λέγω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] λεπτολογία