λευκοκυτογένεση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λευκοκυτογένεση | οι | λευκοκυτογενέσεις |
γενική | της | λευκοκυτογένεσης* | των | λευκοκυτογενέσεων |
αιτιατική | τη | λευκοκυτογένεση | τις | λευκοκυτογενέσεις |
κλητική | λευκοκυτογένεση | λευκοκυτογενέσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, λευκοκυτογενέσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λευκοκυτογένεση < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική leucocytogenesis < αρχαία ελληνική λευκός + κύτος + γένεσις
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λευκοκυτογένεση θηλυκό
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λευκοκυτογένεση
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)