λιβελογραφικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λιβελογραφικός < λιβελογράφος / λιβελογραφία + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
λιβελογραφικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τον λιβελογράφο ή τη λιβελογραφία ή αναφέρεται σ’ αυτά
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις λιβελογράφος, λίβελος και γράφω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λιβελογραφικός
|