λιβελογραφικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λιβελογραφικός η λιβελογραφική το λιβελογραφικό
      γενική του λιβελογραφικού της λιβελογραφικής του λιβελογραφικού
    αιτιατική τον λιβελογραφικό τη λιβελογραφική το λιβελογραφικό
     κλητική λιβελογραφικέ λιβελογραφική λιβελογραφικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λιβελογραφικοί οι λιβελογραφικές τα λιβελογραφικά
      γενική των λιβελογραφικών των λιβελογραφικών των λιβελογραφικών
    αιτιατική τους λιβελογραφικούς τις λιβελογραφικές τα λιβελογραφικά
     κλητική λιβελογραφικοί λιβελογραφικές λιβελογραφικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λιβελογραφικός < λιβελογράφος / λιβελογραφία + -ικός

Επίθετο[επεξεργασία]

λιβελογραφικός, -ή, -ό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]