λιθοκέραμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /li.θοˈce.ɾa.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λι‐θο‐κέ‐ρα‐μος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λιθοκέραμος αρσενικό ή θηλυκό
- (κεραμική) κέραμος η οποία κατασκευάζεται με την πρόσμειξη αργίλου με υαλώδεις ουσίες και χαρακτηρίζεται από ανθεκτικότητα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λιθοκέραμος
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ σελ. 606, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
Πηγές[επεξεργασία]
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .