λοβοτομή
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | λοβοτομή | λοβοτομές |
γενική | λοβοτομής | λοβοτομών |
αιτιατική | λοβοτομή | λοβοτομές |
κλητική | λοβοτομή | λοβοτομές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λοβοτομή θηλυκό
- (ιατρική): μέθοδος που χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα σε πολλές χώρες, κατά τις προηγούμενες δεκαετίες, σύμφωνα με την οποία οι μπροστινοί λοβοί αποκόπτονται με χειρουργική επέμβαση από το υπόλοιπο τμήμα του εγκεφάλου, προκειμένου να αντιμετωπιστούν διανοητικές διαταραχές και ψυχικές παθήσεις. Σήμερα η πρακτική αυτή επικρίνεται σφοδρά διότι οι ασθενείς χάνουν το μεγαλύτερο μέρος της συναισθηματικής τους ζωής.