λοβοτομημένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λοβοτομημένος η λοβοτομημένη το λοβοτομημένο
      γενική του λοβοτομημένου της λοβοτομημένης του λοβοτομημένου
    αιτιατική τον λοβοτομημένο τη λοβοτομημένη το λοβοτομημένο
     κλητική λοβοτομημένε λοβοτομημένη λοβοτομημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λοβοτομημένοι οι λοβοτομημένες τα λοβοτομημένα
      γενική των λοβοτομημένων των λοβοτομημένων των λοβοτομημένων
    αιτιατική τους λοβοτομημένους τις λοβοτομημένες τα λοβοτομημένα
     κλητική λοβοτομημένοι λοβοτομημένες λοβοτομημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λοβοτομημένος < λείπει η ετυμολογία

Μετοχή[επεξεργασία]

λοβοτομημένος, -η, -ο

  1. αυτός που έχει υποστεί λοβοτομή
  2. (μεταφορικά) αυτός που συμπεριφέρεται σαν να έχει υποστεί λοβοτομή, με μειωμένο ενδιαφέρον για το περιβάλλον του

Μεταφράσεις[επεξεργασία]