λοβοτομημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λοβοτομημένος < → λείπει η ετυμολογία
Μετοχή[επεξεργασία]
λοβοτομημένος, -η, -ο
- αυτός που έχει υποστεί λοβοτομή
- (μεταφορικά) αυτός που συμπεριφέρεται σαν να έχει υποστεί λοβοτομή, με μειωμένο ενδιαφέρον για το περιβάλλον του
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λοβοτομημένος
|