Μετάβαση στο περιεχόμενο

λοῦσις

Από Βικιλεξικό
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική λοῦσῐς αἱ λούσεις
      γενική τῆς λούσεως τῶν λούσεων
      δοτική τῇ λούσει ταῖς λούσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν λοῦσῐν τὰς λούσεις
     κλητική ! λοῦσῐ λούσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  λούσει
γεν-δοτ τοῖν  λουσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'πόλις' όπως «πόλις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λοῦσις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική λούω  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

λοῦσις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

 και δείτε τη λέξη λούω