μακροϊστορικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μακροϊστορικός < μακροϊστορία + -ικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική macrohistorical)
Επίθετο[επεξεργασία]
μακροϊστορικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την μακροϊστορία ή αναφέρεται σ’ αυτή
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μακροϊστορικός