μακροϊστορικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μακροϊστορικός η μακροϊστορική το μακροϊστορικό
      γενική του μακροϊστορικού της μακροϊστορικής του μακροϊστορικού
    αιτιατική τον μακροϊστορικό τη μακροϊστορική το μακροϊστορικό
     κλητική μακροϊστορικέ μακροϊστορική μακροϊστορικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μακροϊστορικοί οι μακροϊστορικές τα μακροϊστορικά
      γενική των μακροϊστορικών των μακροϊστορικών των μακροϊστορικών
    αιτιατική τους μακροϊστορικούς τις μακροϊστορικές τα μακροϊστορικά
     κλητική μακροϊστορικοί μακροϊστορικές μακροϊστορικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μακροϊστορικός < μακροϊστορία + -ικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική macrohistorical)

Επίθετο[επεξεργασία]

μακροϊστορικός, -ή, -ό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]