μανικιουρίστας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μανικιουρίστας < μανικιούρ + -ίστας, (άμεσο δάνειο) γαλλική manicuriste
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μανικιουρίστας αρσενικό (θηλυκό: η μανικιουρίστα)
- (επάγγελμα) επαγγελματίας άνδρας που κάνει μανικιούρ στα χέρια άλλων, στων πελατών και πελατισσών του
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
μανικιουρίστας
- το θηλυκό γενική ενικού του μανικιουρίστα
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'αγώνας' χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ίστας (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι ουσιαστικών (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)