μαρξίζων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μαρξίζων
μαρξίζοντας
η μαρξίζουσα το μαρξίζον
      γενική του μαρξίζοντος
μαρξίζοντα
της μαρξίζουσας
μαρξιζούσης*
του μαρξίζοντος
    αιτιατική τον μαρξίζοντα τη μαρξίζουσα το μαρξίζον
     κλητική μαρξίζων
μαρξίζοντα
μαρξίζουσα μαρξίζον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μαρξίζοντες οι μαρξίζουσες τα μαρξίζοντα
      γενική των μαρξιζόντων των μαρξιζουσών των μαρξιζόντων
    αιτιατική τους μαρξίζοντες τις μαρξίζουσες τα μαρξίζοντα
     κλητική μαρξίζοντες μαρξίζουσες μαρξίζοντα
Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές.
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «τρέχων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μαρξίζων < λείπει η ετυμολογία

Μετοχή[επεξεργασία]

μαρξίζων, -ουσα, -ον

  • που ακολουθεί ή σχετίζεται με τον μαρξισμό
    μαρξίζων λαϊκισμός
    μαρξίζουσας προέλευσης

Μεταφράσεις[επεξεργασία]